- ατσάκιστος
- και ατσάκιγος, -η, -ο (Μ ἀτσάκιστος -ον)αυτός που δεν τσακίστηκε ή που δεν μπορεί να τσακιστεί, ο άθραυστοςνεοελλ.1. (για ρούχα) αυτός που δεν έχει πτυχές ή τσάκιση2. (για ελιές) αυτές που δεν έχουν τσακιστεί ή κοπανιστεί3. αυτός που δεν καταπονήθηκε, που δεν τσάκισε από την ηλικία ή από τα βάσανα4. καλοντυμένος, με καλοσιδερωμένα ρούχα5. (για συναισθήματα) ακλόνητος, σταθερόςμσν.(για διαθήκη) απρόσβλητος.
Dictionary of Greek. 2013.