ατσάκιστος

ατσάκιστος
και ατσάκιγος, -η, -ο (Μ ἀτσάκιστος -ον)
αυτός που δεν τσακίστηκε ή που δεν μπορεί να τσακιστεί, ο άθραυστος
νεοελλ.
1. (για ρούχα) αυτός που δεν έχει πτυχές ή τσάκιση
2. (για ελιές) αυτές που δεν έχουν τσακιστεί ή κοπανιστεί
3. αυτός που δεν καταπονήθηκε, που δεν τσάκισε από την ηλικία ή από τα βάσανα
4. καλοντυμένος, με καλοσιδερωμένα ρούχα
5. (για συναισθήματα) ακλόνητος, σταθερός
μσν.
(για διαθήκη) απρόσβλητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ατσάκιστος — ατσάκιστος, η, ο και ατσάκιγος, η, ο επίρρ. α 1. άσπαστος, ακοπάνιστος: Αλατίσαμε και κάμποσες ελιές ατσάκιστες. 2. αυτός που δεν έχει δίπλες: Φορούσε ένα κοστούμι ατσάκιστο. 3. ακατάβλητος: Ζούσε ατσάκιστη από τις συμφορές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άθραυστος — η, ο (Α ἄθραυστος, ον) 1. αυτός που δεν θραύστηκε, ατσάκιστος, άσπαστος, ακέραιος 2. αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, αδιάλυτος, ανθεκτικός, γερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητικό + θραυστός < θραύω] …   Dictionary of Greek

  • ακάτακτος — ἀκάτακτος, ον (Α) [κατάγνυμι] 1. αυτός που δεν σπάει, που δεν μπορεί να σπάσει, ο άθραυστος, ο ατσάκιστος 2. αυτός που δεν έχει σπάσει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”